ὑπνωτικόν

ὑπνωτικόν
ὑπνωτικός
inclined to sleep
masc acc sg
ὑπνωτικός
inclined to sleep
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • SOPOR — plusquam somnus, altior nimirum iste. Lucan. initiô l. 3. v. 8. Inde soporifero cesserunt languida somno Membra ducis Unde et de poculo soporem faciente, saepe in Quintiliani Declamationum Excerptis; etiam eo, e quo non amplius exciteris. Corn.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… …   Dictionary of Greek

  • μώριος — μώριος, ἡ (Α) [μωρός] μτγν. 1. το φυτό μανδραγόρας 2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν 3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια …   Dictionary of Greek

  • στρύχνον — και τρύχνον, τὸ, Α ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» είδος κερασιάς β. «στρύχνον κηπαῑον» είδος μουριάς γ. «στρύχνον μανικόν» είδος μηλιάς δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» φυτό με υπνωτικές ιδιότητες). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”